- κεφαλαιοποιώ
- μετατρέπω ένα εισόδημα σε κεφάλαιο, ενεργώ κεφαλαιοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. κεφάλαιο + -ποιῶ (< ποιος < ποιῶ) πρβλ. στερεο-ποιώ, συστηματοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliser. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.